17/06/2014 (899)
Ο Χούαν ήταν αυτός που βρήκε τη Λούθιεν. Έτρεχε σαν σκιά που την πρόλαβε το φως της μέρας κάτω από τα δέντρα, την ώρα που ο Κέλεγκορμ και ο Κουρούφιν ξεκουράζονταν για λίγο κοντά στις δυτικές παρυφές του Ντόριαθ. Τίποτα δεν ξέφευγε από την όραση και την ακοή του Χούαν, ούτε καμιά μαγεία δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Και δεν κοιμόταν ποτέ ούτε μέρα ούτε νύχτα. Την έφερε στον Κέλγκορμ, και η Λούθιεν, μαθαίνοντας ότι ήταν πρίγκιπας των Νόλντορ και εχθρός του Μόργκοθ, χάρηκε και δήλωσε ποια ήταν πετώντας το μανδύα της. Τόσο μεγάλη και ξαφνική φάνηκε η ομορφιά της που ο Κέλεγκορμ την ερωτεύτηκε. Της μίλησε όμως με όμορφα λόγια και της υποσχέθηκε ότι θα βρει βοήθεια στην ανάγκη της αν γύριζε τώρα μαζί του στη Νάργκοθροντ. Καθόλου δεν άφησε να φανεί ότι ήξερε κιόλας για τον Μπέρεν και την αποστολή του, για τα οποία του μίλησε, ούτε ότι η υπόθεση τον άγγιζε άμεσα.
Έτσι άφησαν το κυνήγι στη μέση και γύρισαν πίσω στη Νάργκοθροντ και πρόδωσαν τη Λούθιεν. Γιατί τη διπλοκλείδωσαν και της πήραν το μανδύα και δεν την άφηναν να βγει από τις πύλες ή να μιλήσει σε κανέναν εκτός από τα αδέλφια, τον Κέλεγκορμ και τον Κουρούφιν. Γιατί τώρα, πιστεύοντας πως ο Μπέρεν και ο Φέλαγκουντ ήταν φυλακισμένοι χωρίς ελπίδα βοήθειας, σκόπευαν να αφήσουν το βασιλιά να χαθεί και να κρατήσουν τη Λούθιεν και να αναγκάσουν τον Θίνγκολ να δώσει το χέρι της στον Κέλγκορμ. Έτσι θα προωθούσαν τη δύναμη τους και θα γίνονταν οι πιο ισχυροί πρίγκιπες των Νόλντορ. Και δε σκόπευαν να αναζητήσουν τα Σίλμαριλ ούτε με τεχνάσματα ούτε με πόλεμο, ούτε σκόπευαν να αφήσουν να το κάνουν άλλοι ώσπου να συγκεντρώσουν όλη τη δύναμη των Ξωτικο-βασιλείων στα χέρια τους. Ο Ορόντεθ δεν είχε δύναμη να τους αντισταθεί, γιατί είχαν πάρει με το μέρος τους το λαό της Νάργκοθροντ. Ο Κέλεγκορμ έστειλε μάλιστα αγγελιαφόρους στον Θίνγκολ ζητώντας τη Λούθιεν.
Ο Χούαν, όμως, ο λύκος, είχε αληθινή καρδιά και είχε αγαπήσει τη Λούθιεν από την πρώτη ώρα που συναντήθηκαν και λυπόταν για την αιχμαλωσία της. Γι'αυτό ερχόταν συχνά στο δωμάτιο της και τη νύχτα ξάπλωνε μπροστά στην πόρτα της, γιατί ένιωθε πως είχε έρθει κακό στη Νάργκοθροντ. Η Λούθιεν κουβέντιαζε συχνά στον Χούαν μες στη μοναξιά της μιλώντας του για τον Μπέρεν, που ήταν ο φίλος όλων των πουλιών και των ζώων που δεν υπηρετούσαν τον Μόργκοθ και ο Χούαν τα καταλάβαινε όλα όσα του έλεγε. Γιατί καταλάβαινε τη γλώσσα όλων των πλασμάτων που είχαν φωνή. Αλλά είχε άδεια να μιλήσει μόνο τρεις φορές πριν τον θάνατο του.
Ο Χούαν, λοιπόν, επινόησε ένα σχέδιο για να βοηθήσει τη Λούθιεν. Κι ένα βράδυ ήρθε φέρνοντας της το μανδύα της και μίλησε για πρώτη φορά δίνοντάς της συμβουλές. Ύστερα την οδήγησε από κρυφά περάσματα έξω από τη Νάργκοθροντ και έφυγαν μαζί κατά το βορρά. Και ταπείνωσε την περηφάνεια του και δέχτηκε να τον καβαλήσει σαν άλογο, όπως έκαναν οι Όρκ πάνω σε μεγάλους δαίμονες-λύκους. Έτσι ταξίδευαν με μεγάλη ταχύτητα γιατί ο Χούαν ήταν γρήγορος και ακούραστος...
The Wolfhound Huan Comforts Luthien
Καλλιτέχνης: WA Peabody
THE WOMAN IS ART - Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου