31/03/2012 (91)
Από τις ιστορίες της λύπης και της καταστροφής που φτάνουν ως εμάς από κείνες τις μέρες υπάρχουν και μερικές που ανάμεσα στους θρήνους υπάρχει χαρά και κάτω από την σκιά του θανάτου φώς που διατηρείται. Και από αυτές τις ιστορίες η πιο ωραία στ'αφτιά των Ξωτικών εξακολουθεί να είναι η ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν. Από την ζωή τους έγινε η Ωδή της Λεϊθιαν, της Απαλλαγής από τα Δεσμά, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη από τις ωδές που αναφέρονται στον αρχαίο κόσμο. Εδώ η διήγηση εξιστορείται με λιγότερα λόγια και χωρίς μουσική.
Ο Άρχοντας της Σκιάς, Μόργκοθ, καταδίωκε έναν από τους τελευταίους μαχητές του Ντορθόνιον. Αρχηγός των παράνομων Ανθρώπων ήταν ο Μπαραχίρ. Εκείνος και οι δώδεκα σύντροφοί του βρήκαν φρικτό θάνατο από μια ομάδα Όρκ μετά από μη θελημένη προδοσία. Ένας έλειπε από την νυχτερινή σφαγή, ο γυιός του Μπαραχίρ, ο Μπέρεν. Εκείνος βρισκόταν μακριά, γιατί ο πατέρας του τον είχε στείλει να κατασκοπεύσει τον εχθρό. Εκείνη την νύχτα, αφού ξάπλωσε να κοιμηθεί εξαντλημένος, ήρθε στο όνειρο του δολοφονημένος ο Γκόρλιμ, ο μοιραίος προδότης. Ο Γκόρλιμ τον ενημέρωσε για την προδοσία του και για τον άγριο θάνατο του και του είπε να βιαστεί να ειδοποιήσει τον πατέρα του.
Τότε ο Μπέρεν ξύπνησε και άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα κι έφτασε το δεύτερο πρωϊνό στο λημέρι των συντρόφων του. Εκεί ο Μπέρεν είδε τα άψυχα κορμιά του πατέρα του και των δώδεκα συντρόφων. Έθαψε τα κόκαλα του πατέρα του και ύψωσε έναν τύμβο από πέτρες και εκεί έδωσε όρκο εκδίκησης. Για αυτό πρώτα κυνήγησε τους Όρκ και βρήκε τον καταυλισμό τους το βράδυ στην Πηγή του Ρίβιλ, πάνω από το Βάλτο του Σέρεχ, και επειδή ήξερε καλά τα δάση, μπόρεσε κι έφτασε χωρίς να τον πάρουν είδηση κοντά στην φωτιά τους. Εκεί ο αρχηγός των Όρκ, υπερηφανευόταν για τα κατορθώματά του και σήκωσε το χέρι του Μπαραχίρ, που το είχε κόψει, σαν απόδειξη στον Σάουρον ότι η αποστολή τους είχε εκτελεστεί και το δαχτυλίδι του Φέλαγκουντ, του Ξωτικού, ήταν σ'εκείνο το χέρι. Τότε ο Μπέρεν όρμησε πίσω από το βράχο, σκότωσε τον αρχηγό, παίρνοντας το δαχτυλίδι και ξέφυγε γιατί τον προστάτευε η μοίρα.
Από τότε, για τέσσερα χρόνια και περισσότερο, ο Μπέρεν εξακολουθούσε να πλανιέται στο Ντορθόνιον, ένας μοναχικός παράνομος. Αλλά έγινε φίλος των ζώων και των πουλιών και αυτά τον βοηθούσαν και δεν τον πρόδιδαν, και από τότε δεν έφαγε κρέας ούτε σκότωσε ζωντανό πλάσμα που δεν ήταν στην υπηρεσία του Μόργκοθ. Το θάνατο δεν τον φοβόταν, μόνο την αιχμαλωσία, και επειδή ήταν τολμηρός κι απελπισμένος, τα γλίτωσε και τα δύο, και το θάνατο και τα δεσμά. Και τα κατορθώματα της μοναχικής τόλμης που κατάφερε, κυκλοφόρησαν παντού σε όλο το Μπελέριαντ κι έφτασαν κι ως το Ντόριαθ. Τέλος, ο Μόργκοθ τον επικήρυξε το ίδιο όσο έδινε και για το κεφάλι του Φίνγκον, του Υψηλού Βασιλέα των Νόλντορ. Αλλά οι Όρκ το'βαζαν στα πόδια όταν άκουγαν φήμες ότι πλησίαζε. Γι'αυτό ένας ολόκληρος στρατός ξεκίνησε εναντίον του κάτω από τις διαταγές του Σάουρον. Και ο Σάουρον έφερε τους λυκανθώπους, άγρια ζώα που μέσα τους κατοικούσαν τρομερά πνεύματα που τα'χε φυλακίσει μες στα σώματα τους.
Και όλος εκείνος ο τόπος γέμισε κακό και όλα τα καθαρά πλάσματα τον εγκατέλειψαν. Και ο Μπέρεν πιέστηκε τόσο πολύ, που στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ντορθόνιον. Και χειμώνα καιρό με χιόνια εγκατέλειψε τη γη και τον τάφο του πατέρα του και, σκαρφαλώνοντας στα υψώματα των Γκόργκοροθ, των Βουνών του Τρόμου, διέκρινε μακριά τη γη του Ντόριαθ. Εκεί του μπήκε στην καρδιά η επιθυμία να κατεβεί και να μπεί στο Κρυμμένο Βασίλειο, όπου πόδι θνητό δεν είχε ώς τότε πατήσει.
Τρομερό ήταν το ταξίδι του προς τα νότια. ΑΠότομοι ήταν οι γκρεμοί των Έρεντ Γκόργκοροθ και στα πόδια τους απλωμένοι ίσκιοι που υπήρχαν πριν από την εμφάνιση του Φεγγαριού. Πιο κάτω απλωνόταν η ερημιά του Ντουνγκόρθεμπ, όπου η μαγεία του Σάουρον και η δύναμη της Μέλιαν συναντιόντουσαν, και κυκλοφορούσε ο τρόμος και η παραφροσύνη. Εκεί κατοικούσαν αράχνες από την άγρια γενιά της Ουνγκόλιαντ, που είχε καταπιεί τα φωτεινά δέντρα του Βάλινορ, υφαίνοντας τα αόρατα δίχτυα τους, όπου κάθε ζωντανό πλάσμα παγιδευόταν. Και εκεί κυκλοφορούσαν τέρατα γεννημένα στο μακρόχρονο σκοτάδι πριν τον Ήλιο, που κυνηγούσαν σιωπηλά με πολλά μάτια. Δεν υπήρχε τροφή ούτε για Ξωτικά ούτε για τους Ανθρώπους εκεί σ'εκείνη τη στοιχιωμένη περιοχή, μόνο θάνατος. Κανένας δεν ξέρει πως βρήκε το δρόμο κι έφτασε, από τα μονοπάτια που κανένας Άνθρωπος ή Ξωτικό δεν είχε άλλοτε τολμήσει να περάσει, στα σύνορα του Ντόριαθ. Και μπόρεσε να διασχίσει τον κυκεώνα που είχε υφάνει η Μέλιαν, η Κυρά του Μπελέριαντ, γύρω από το βασίλειο του Θίνγκολ, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει. Γιατί ήταν μεγάλο το πεπρωμένο του...
http://the-journey-begin.pblogs.gr/2007/09/101392.html
THE WOMAN IS ART - Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου