17/07/2013 (564)
Από τα παιδικά καλοκαίρια όλοι θα θυμόμαστε το δίωρο υποχρεωτικό διάλειμμα -μετά το μπάνιο στη θάλασσα και το μεσημεριανό φαγητό.
Οι μεγάλοι χρησιμοποιούσαν μια παλιομοδίτικη λέξη για να περιγράψουν την παράξενη συνήθειά τους να κόβουν τη μέρα στα δύο: σιέστα.
Για εμάς, τα παιδιά, «σιέστα» ήταν το αφόρητο απογευματινό δίωρο που απαγορευόταν να παίζουμε ή να μιλάμε.
Σιέστα ήταν η ώρα που κοιτάζαμε το ταβάνι του δωματίου μας, τους τοίχους, τις πρίζες, τα κάδρα, τα δάχτυλα των ποδιών μας.
Ο ύπνος μας έπαιρνε σχεδόν ψυχαναγκαστικά: κοιμόμασταν βαθιά και ξυπνούσαμε από την αίσθηση του αλατιού που αγκύλωνε το δέρμα μας, από το σάλιο στο μαξιλάρι μας.
Αντιδρούσαμε τότε είτε με εσωστρεφή μελαγχολία είτε με θυμό. Χάσαμε τη μέρα, χάσαμε το παιχνίδι μας.
Με το πέρασμα του χρόνου η σιέστα εξοβελίστηκε από τη ζωή μας επειδή υπήρχαν πάντα επείγουσες ασχολίες και ο απογευματινός ύπνος έμοιαζε με συνήθεια αργόσχολων.
Ακόμη κι όταν τα μάτια μας μισόκλειναν, φοβόμασταν ότι μπορεί να θεωρηθούμε μια αυθεντική μεσογειακή καρτ ποστάλ: οι μεσήλικες που γέρνουν το καπέλο και παίρνουν έναν υπνάκο στο τραπέζι του καφενείου.
Η βιολογία, όμως, έχει τους δικούς της κανόνες. Εκεί, γύρω στις τρεις, μετά το μεσημεριανό φαγητό, τα βλέφαρα γέρνουν και το σώμα λέει με τον τρόπο του «λυπήσου με».
Το φαινόμενο ονομάζεται ανάγκη για σιέστα. Η λέξη είναι ισπανική: προέρχεται από τη λατινική έκφραση hora sexta (έκτη ώρα) -αν μετρήσει κανείς το ξεκίνημα της μέρας από την αυγή. Άρα η ώρα της σιέστα είναι η δωδεκάτη μεσημβρινή, συνήθεια που τηρείται απαρέγκλιτα στα χωριά της Ισπανίας, της Ιταλίας, ίσως και της Ελλάδας, όπου η εργάσιμη μέρα αρχίζει νωρίς. Στις πόλεις ξεκινάμε τη μέρα μας αργότερα, οπότε μετατίθεται και η σιέστα.
Καλλιτέχνης: Frederick Arthur Bridgman
gourmed
http://mikrosserifis.blogspot.com/2013/08/blog-post_9.html#ixzz2eFJ5K7KY
THE WOMAN IS ART - Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου