Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Λούθιεν (Γ' μέρος)


25/08/2012 (238)

Luthien
Σιωπή έπεσε τότε στην αίθουσα, γιατί όσοι στέκονταν εκεί έμειναν κατάπληκτοι και φοβήθηκαν στη σκέψη πως θα εκτελούσαν τον Μπέρεν. Ο Θίνγκολ όμως λίλησε αργά λέγοντας:
"Θάνατο κέρδισες μ' αυτά τα λόγια. Και θάνατος ξαφνικός θα σ' έβρισκε αν δεν είχα δώσει όρκο βιαστικά. Πράγμα για το οποίο μετανοώ, προστυχογεννημένε θνητέ, που στο βασίλειο του Μόργκοι έχεις μάθει να σέρνεσαι κρυφά σαν τους κατάσκοπους και τους δούλους του".
Τότε ο Μπέρεν απάντησε:
"Θάνατο μπορείς να μου δώσεις είτε το αξίζω, είτε όχι. Αλλά δε δέχομαι από σένα τα ονόματα του πρόστυχου, του κατάσκοπου ή του δούλου. Μα το δαχτυλίδι του Φέλαγκουντ, που έδωσε στον Μπαραχίρ τον πατέρα μου στη μάχη του Βορρά, δεν αρμόζουν στον οίκο μου τέτοια ονόματα από κανένα Ξωτικό, είτε είναι βασιλιάς είτε όχι".
Τα λόγια του ήταν περήφανα και όλα τα μάτια κοίταξαν το δαχτυλίδι. Γιατί τώρα το κρατούσε ψηλά και τα πράσινα πετράδια του, που οι Νόλντορ είχαν κατασκευάσει στο Βάλινορ, στραφτοκοπούσαν. Το δαχτυλίδι έμοιαζε με δίδυμα φίδια που για μάτια είχαν σμαράγδια και τα κεφάλια τους αντάμωναν κάτω από μια κορόνα χρυσά λουλούδια, που το ένα κρατούσε και το άλλο κατέτρωγε. Αυτό ηταν το έμβλημα του Φινάρφιν και του οίκου του. Η Μέλιαν τότε έγειρε στο πλάϊ του Θίνγκολ και ψιθυριστά τον συμβούλεψε να αφήσει το θυμό του κατά μέρος.
"Γιατί δε θα χάσει ο Μπέρεν τη ζωή του από σένα", είπε, "και η μοίρα του θα τον οδηγήσει μακριά κι ελεύθερο στο τέλος, αλλά είναι δεμένη με τη δική σου. Πρόσεχε!"
Ο Θίνγκολ όμως κοίταξε σιωπηλά τη Λούθιεν και σκέφτηκε μέσα του: "Δυστυχισμένοι Άνθρωποι, παιδιά μικρών αρχόντων και εφήμερων βασιλιάδων, τέτοιοι να απλώσουν χέρι επάνω σου και να ζήσουν?". Ύστερα, σπάζοντας τη σιωπή είπε:
"Βλέπω το δαχτυλίδι, γιε του Μπαραχίρ, και αντιλαμβάνομαι ότι είσαι υπερήφανος και θεωρείς τον εαυτό σου μεγάλο. Αλλά τα ανδραγαθήματα του πατέρα σου, ακόμα και αν οι υπηρεσίες του είχαν προσφερθεί σ' εμένα, δεν αρκούν για να κερδίσεις την κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν. Κοίτα λοιπόν! Κι εγώ επιθυμώ ένα θησαυρό που τον κρατά άλλος. Γιατί βράχοι και ατσάλι και οι φωτιές του Μόργκοθ κρατούν το πετράδι που επιθυμώ να αποκτήσω ενάντια σε όλες τις δυνάμεις των Ξωτικο-βασιλείων. Όμως ακούω να λες ότι τέτοιου είδους δεσμά δε σε τρομάζουν. Πήγαινε λοιπόν! Φέρε μου στο χέρι σου ένα Σίλμαριλ από την κορόνα του Μόργκοθ και τότε, αν θέλει, μπορεί η Λούθιεν να βάλει το χέρι της στο δικό σου. Τότε θα πάρεις το πετράδι μου. Και, αν και η μοίρα της Άρντα μπορεί να είναι κλεισμένη μέσα στα Σίλμαριλ, εσύ όμως να με θεωρείς γενναιόδωρο".
Έτσι καταδίκασε το Ντόριαθ και παγιδεύτηκε μέσα στη κατάρα του Μάντος. Και όσοι άκουσαν κείνα τα λόγια κατάλαβαν ότι ο Θίνγκολ θα κρατούσε τον όρκο του, στέλνοντας τον Μπέρεν στο θάνατο. Γιατί ήξεραν πως όλη η δύναμη των Νόλντορ, πριν σπάσει ο Αποκλεισμός, δεν αρκούσε ούτε για να δουν από μακριά τα λαμπερά Σίλμαριλ του Φέανορ. Γιατί ήταν τοποθετημένα στη Σιδερένια Κορόνα και τα φύλαγαν στην Άνγκμπαντ περισσότερο από κάθε θησαυρό. Και Μπάλρογκ ήταν ολόγυρα τους κι αμέτρητα σπαθιά και σιδερένιες μπάρες και απόρθητα τείχη, και η μαύρη μεγαλειότητα του Μόργκοθ.
Ο Μπέρεν όμως γέλασε:
"Για πολύ μικρό αντίτιμο", είπε, "πουλούν οι Ξωτικο-βασιλιάδες τις κόρες τους: για πετράδια και τεχνητά πράγματα. Αλλά αν αυτή είναι η επιθυμία σου, Θίνγκολ, θα την εκτελέσω. Κι όταν ξανασυνταντηθούμε, το χέρι μου θα κρατά ένα Σίλμαριλ από τη Σιδερένια Κορόνα. Γιατί δε βλέπεις για τελευταία φορά τον Μπέρεν, το γιο του Μπαραχίρ".
Ύστερα κοίταξε στα μάτια τη Μέλιαν, κι αυτή δεν είπε λέξη. Αποχαιρέτησε τη Λούθιεν Τινούβιελ και, κάνοντας υπόκλιση στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν, παραμέρισε τους φρουρούς κι έφυγε μόνος από το Μένεγκροθ.
Τότε, τέλος, μλίλησε η Μέλιαν και είπε στον Θίνγκολ:
"Ω Βασιλιά, το σχέδιο σου είναι πανούργο. Αλλά αν τα μάτια μου δεν έχουν σταματήσει να προβλέπουν, σε κακό θα σου βγεί, είτε αποτύχει ο Μπέρεν στην αποστολή του είτε όχι. Και τώρα η μοίρα του Ντόριαθ ενώθηκε με τη μοίρα μεγαλύτερης εμικράτειας ".
Αλλά ο Θίνγκολ απάντησε:
"Δεν πουλώ ούτε σε Ξωτικό ούτε σε Άνθρωπο αυτήν που αγαπώ κι εκτιμώ πάνω από κάθε θησαυρό. Και αν υπήρχε ελπίδα ή φόβος ότι ο Μπέρεν μπορεί να επιστρέψει ζωντανός στο Μένεγκροθ, δε θα ξανάβλεπε το φως του ουρανού, ακόμα κι αν έχω δώσει όρκο".
Η Λούθιεν έμεινε σιωπηλή κι από κείνη την ώρα δεν τραγούδησε πια στο Ντόριαθ. Και μια θλιμμένη σιωπή απλώθηκε στα δάση και οι ίσκιοι μάκρυναν στο βασίλειο του Θίνγκολ...

http://the-journey-begin.pblogs.gr/2007/09/mperen-kai-loythien-2.html

THE WOMAN IS ART - Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...